Για μία περίοδο, από τα τέλη της δεκαετίας του ’50, μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ’70, ο ελληνικός κινηματογράφος καταπιάστηκε με την Ελληνική Επανάσταση μεταφέροντας την (όχι πάντα με επιτυχία ή ιστορική ακρίβεια) στη μεγάλη οθόνη. Μεγάλες μορφές του Απελευθερωτικού Αγώνα του ’21, έγιναν οι κεντρικοί ήρωες ταινιών, όπου άλλες είχαν το ύφος μίας πολεμικής ταινίας και άλλες δεν ξέφυγαν από το συναίσθημα και τους έρωτες, που την εποχή εκείνη είχαν μεγάλη πέραση στο φιλοθεάμον κοινό.
Από τους ήρωες του ’21, που πρωταγωνίστησαν στις επικές ταινίες της εποχής, ήταν και ο Παπαφλέσσας. Η αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του Αγώνα, με την ασυνήθιστη και πολλές φορές ακραία -κατά τους ιστορικούς- συμπεριφορά, που αγάπησε τις γυναίκες, το ποτό και περισσότερο όλων την πατρίδα, δεν γινόταν να μην έχει μία ολόκληρη ταινία αφιερωμένη σε αυτόν.
Ο Γρηγόρης ο Δικαίος, όπως ήταν το κοσμικό όνομά του, είχε τη δική του συνεισφορά στον Αγώνα των Ελλήνων για να αποτάξουν τον τούρκικο ζυγό. Η αυτοθυσία του στο Μανιάκι και ο ηρωικός του θάνατος, όχι μόνο έσωσαν την υστεροφημία του, αλλά έγινε ο ίδιος παράδειγμα και σύμβολο του Αγώνα, κερδίζοντας επάξια μία θέση δίπλα στους ήρωες του ’21.
Τον Παπαφλέσσα στον κινηματογράφο ενσάρκωσε ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, μία πληθωρική παρουσία που «σφράγισε» το ρόλο με το άπλετο υποκριτικό του ταλέντο. «Η καλύτερη στιγμή της καριέρας του» είχαν πει οι κριτικοί της εποχής εκείνης και μέχρι και σήμερα πολλοί δε μπορούν να φανταστούν αν κάποιος άλλος ηθοποιός θα μπορούσε να αποδώσει τόσο πετυχημένα τον Παπαφλέσσα.
Βέβαια, η συγκεκριμένη ταινία, που ήταν συμπαραγωγή της Φίνος Φιλμ με τον Τζέιμς Πάρις (ο παραγωγός πολλών επικών ταινιών) έχει πολλές πρωτιές, κέρδισε βραβεία, ενώ έχει περάσει στην ιστορία ως μία από τις ακριβότερες παραγωγές του ελληνικού κινηματογράφου, μιας και το κόστος της άγγιξε απίστευτα για την εποχή ποσά. Μόνο με ταινίες του Χόλιγουντ μπορούσαν να τη συγκρίνουν, ως προς την παραγωγή. Γιατί ως προς την πλοκή και την απόδοση, οι απόψεις μέχρι και σήμερα διίστανται για το αν εκτός από υπερπαραγωγή ήταν και… υπέρ-κιτς ή όχι.
Η φιλοδοξία του τελειομανή Φίνου για τη δημιουργία ενός κινηματογραφικού έπους
Ο Φιλοποίμην Φίνος δεν ήταν απλά ο πατριάρχης του ελληνικού κινηματογράφου. Λάτρευε τον κινηματογράφο, σεβόταν το κοινό και ήθελε πάντα να του προσφέρει το καλύτερο αποτέλεσμα. Ακόμη και όταν η «χρυσή εποχή» του κινηματογράφου είχε ξεκινήσει να ξεφτίζει, ο Φίνος δε δίσταζε να βάζει βαθιά το χέρι του στην τσέπη και να θέλει πάντα τα καλύτερα για κάθε ταινία που δημιουργούσε.
Το ίδιο συνέβη και με τον «Παπαφλέσσα» τον οποίο είδε ως μία πρόκληση, θέτοντας πολύ ψηλά -υπερβολικά ψηλά θα λέγαμε για την εποχή εκείνη- τον πήχη και τις φιλοδοξίες για την ταινία.
Στην παραγωγή συνεργάστηκε με τον Τζέιμς Πάρις, ο οποίος έχοντας θητεύσει ως διευθυντής παραγωγής σε ταινίες της 20th Century Fox, είχε επιστρέψει στην Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του ’50, δίνοντας στον ελληνικό κινηματογράφο έναν… αμερικάνικο αέρα, ενώ λένε ότι χάρη σε εκείνον έγινε γνωστή η έννοια της «υπερπαραγωγής».
Ο Τζέιμς Πάρις καταπιανόταν με ταινίες πατριωτικού περιεχομένου και ήδη μετρούσε στο ενεργητικό του ταινίες, όπως «Στη μάχη της Κρήτης», «ΟΧΙ», «28η Οκτωβρίου ώρα 5.30». Οι δύο εταιρείες παραγωγής, λοιπόν, ένωσαν τις δυνάμεις τους με στόχο να προσφέρουν στο κοινό μία υπερπαραγωγή με θέμα τη ζωή και τη δράση του Παπαφλέσσα.
Ο Φίνος τελειομανής καθώς ήταν, επιστράτευσε μέχρι και γερανούς που είχε φέρει από τη Γαλλία, ενώ χρησιμοποίησε και υπερσύγχρονα για την εποχή μέσα. Μάλιστα, λέγεται ότι η επιμονή του στην άρτια τεχνική υποδομή, τον είχε φέρει αρκετές φορές σε σύγκρουση με τον Πάρις, που έβλεπε τον προϋπολογισμό της ταινίας να εκτινάσσεται στα ύψη.
Για του λόγου το αληθές, ο «Παπαφλέσσας» κόστισε 12 εκατομμύρια δραχμές. Ποσό απίστευτο για τα οικονομικά δεδομένα της εποχής.
Η ταινία στο μεγαλύτερο μέρος της είχε εξωτερικά γυρίσματα, ενώ πήραν σε αυτήν μέρος περίπου 3 χιλιάδες κομπάρσοι. Λέγεται ότι λόγω της καλής σχέσης που είχε ο Τζέιμς Πάρις με το καθεστώς της Χούντας, του είχαν παραχωρήσει για κομπάρσους φαντάρους του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Τα περισσότερα γυρίσματα έλαβαν χώρα στα ιστορικά Αμπελάκια, ενώ αρκετές σκηνές γυρίστηκαν σε αρχοντικό της Λάρισας. Μάλιστα, πολλοί κάτοικοι της περιοχής πήραν και αυτοί μέρος στην ταινία ως κομπάρσοι.
«Παπαφλέσσας», όπως λέμε… «Η συμμορία των 11»
Η κήρυξη της Επανάστασης στο Μοριά, η νίκη επί του Δράμαλη στα Δερβενάκια και ο θάνατός του Παπαφλέσσα στο Μανιάκι το 1825 πολεμώντας τις ορδές του Αιγύπτιου Ιμπραήμ είναι τα πιο σημαντικά γεγονότα με τα οποία καταπιάνεται η ταινία. Ο Ερρίκος Ανδρέου είχε αναλάβει τη σκηνοθεσία, ο οποίος εκτός από την πλοκή του έργου είχε να διαχειριστεί και μία πλειάδα αστέρων του ελληνικού κινηματογράφου, που πήραν μέρος σε αυτήν. Κάτι σαν τη… «Συμμορία των 11», από άποψη αστέρων.
Στην ταινία πρωταγωνιστούν ακόμη ο Αλέκος Αλεξανδράκης στο ρόλο του Κανέλλου Δεληγιάννη, ο Άγγελος Αντωνόπουλος ως Νικόλαος Σκουφάς, η νεαρή τότε Κάτια Δανδουλάκη ως Κατερίνα, ο Στέφανος Στρατηγός ως Ιμπραήμ Πασάς (είναι χαρακτηριστική η σκηνή και ο τρόπος που ασπάζεται το νεκρό Παπαφλέσσα στο τέλος), ο Λαυρέντης Διανέλλος ως παπά-Γιώργης, ο νεαρός Χρήστος Πολίτης ως Δημήτριος Υψηλάντης και ο Δημήτρης Ιωακειμίδης ως Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Και μπορεί ο ρόλος του να ήταν σχετικά μικρός, όμως, η ερμηνεία του θεωρείται συγκλονιστική, με χαρακτηριστική τη σκηνή που φωνάζει: «Έλληνες» και βγάζει ένα σύντομο και πατριωτικό λόγο στον κόσμο.
Όλοι οι ηθοποιοί μακιγιαρίστηκαν από κορυφαίους μακιγιέρ της εποχής ώστε να μοιάζουν όσο το δυνατόν περισσότερο με τα πραγματικά πρόσωπα. Η σκηνογραφία και τα κοστούμια ήταν του Διονύση Φωτόπουλου, ο οποίος πήρε τιμητική διάκριση στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Τη μουσική της ταινίας υπέγραψε ο Κώστας Καπνίσης και είχε επιρροές και από την ανατολή, ώστε να εναρμονίζεται με το ύφος της ταινίας.
Η επεισοδιακή πρεμιέρα του Παπαφλέσσα
Η ταινία έκανε πρεμιέρα τον Οκτώβριο του 1971, στον κινηματογράφο Αττικόν. Συνολικά ο Παπαφλέσσας έκοψε 297.817 εισιτήρια και τερμάτισε στην 10η θέση, ανάμεσα σε 90 ταινίες.
Ωστόσο, η πρεμιέρα της μπορεί να χαρακτηριστεί επεισοδιακή απασχολώντας τον Τύπο της εποχής. Η Χούντα την περίοδο εκείνη στήριζε τις λεγόμενες πατριωτικές ταινίες, επιπλέον είχε φιλικές σχέσεις με τον Τζέιμς Πάρις, οπότε μάλλον δεν ήταν έκπληξη η παρουσία της στρατιωτικής ηγεσίας του ΓΕΕΘΑ στην πρεμιέρα.
Ο Φιλοποίμην Φίνος, όμως, ενοχλήθηκε από την παρουσία και σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, λίγο πριν τελειώσει η προβολή, αποχώρησε διακριτικά με τη σύζυγό του Τζέλα, καθώς δεν ήθελε να έλθει σε επαφή μαζί τους.
Και κάπως έτσι, λίγο μετά έλαβε τέλος και η συνεργασία της Φίνος με την εταιρεία του Πάρις.
Η οργισμένη αντίδραση του Παπαμιχαήλ στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης
Τον Σεπτέμβριο του 1971 προβάλλεται στο 12ο φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, ο «Παπαφλέσσας». Το κλίμα πριν την προβολή είναι πανηγυρικό κι ενθουσιώδες και τίποτε δεν προμήνυε τι θα ακολουθήσει στη συνέχεια.
Όταν ξεκίνησε η προβολή της ταινίας, όλα άλλαξαν. Μία ομάδα θεατών άρχισε τα γιουχαΐσματα εναντίον του Δημήτρη Παπαμιχαήλ, του Φίνου και του Τζέιμς Πάρις, προκαλώντας την οργή του ηθοποιού. Μάλιστα, σε συνέντευξή του στον Δημήτρη Λυμπερόπουλο για την Απογευματινή, πικραμένος από τη συμπεριφορά του κόσμου δεν είχε διστάσει να ζητήσει ακόμη και την κατάργηση του Φεστιβάλ.
«Δεν σεβάστηκαν τίποτα. Έβριζαν όλους τους συντελεστές. Σφύριζαν στην έναρξη, γιουχάιζαν στο φινάλε. Εξεπλάγην γιατί με αποδοκίμαζαν στην απονομή ενώ εγώ χειροκροτούσα όλους τους νικητές» είχε δηλώσει μεταξύ άλλων.
Και είχε προσθέσει: «Επρόκειτο για ένα φαιδρό συρφετό αγέλης, φανατικών της εξέδρας, καφενόβιους. Ήταν δεν ήταν 300 άτομα. Ήρθαν με σκοπό να μετατρέψουν το φεστιβάλ σε εμποροπανήγυρη. Για αυτό είναι προτιμότερο να καταργηθεί».
Για την ιστορία, ο «Παπαφλέσσας» στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης είχε αποσπάσει τα βραβεία καλύτερης σκηνοθεσίας (Ερρίκος Ανδρέου) και αρτιότερης παραγωγής ενώ είχε δοθεί ιδιαίτερη τιμητική διάκριση στον ενδυματολόγο Διονύση Φωτόπουλο.
newsbeast.gr